ξεζώνω

ξεζώνω
και ξεζούνω (Μ ξεζώνω)
βγάζω τη ζώνη ή αφαιρώ οτιδήποτε φορώ στη μέση μου
νεοελλ.
μέσ. ξεζώνομαι
μτφ. πέφτω με λαιμαργία σε άφθονο φαγητό και ποτό
μσν.
λύνω ή βγάζω από πάνω μου τα άρματα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ξεζώνω — ξέζωσα, ξεζώστηκα, ξεζωσμένος, βγάζω τη ζώνη μου ή κάτι που το έχω γύρω από τη μέση μου: Ξεντύθη ο νιος, ξεζώστηκε και στο πηγάδι μπήκε (δημ. τραγ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… …   Dictionary of Greek

  • ξέζωσμα — το [ξεζώνω] ξεζώσιμο …   Dictionary of Greek

  • ξέζωστος — και ξέζουστος, η, ο [ξεζώνω] 1. αυτός που δεν φορά ζώνη ή κάτι άλλο γύρω από τη μέση του 2. (με επιτιμητική σημ.) ασυμμάζευτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”